- τσακιστός
- -ή, -ό, Ν [τσακίζω]1. τσακισμένος, κοπανιστός («τσακιστές ελιές»)2. διπλωμένος3. το θηλ. ως ουσ. η τσακιστήναυτ. α) η δηκτήβ) ο ποδόδεσμος4. φρ. α) «δεν έχω πεντάρα τσακιστή» ή, απλώς, «δεν έχω τσακιστή» — δεν έχω καθόλου χρήματαβ) «δεν δίνω πεντάρα τσακιστή» — δεν μέ ενδιαφέρει καθόλου.
Dictionary of Greek. 2013.